υπερχλωραιθάνιο

υπερχλωραιθάνιο
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία τής ένωσης εξαχλωραιθάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. perchloroethane < λατ. per, το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το υπερ- + chloro- (< χλωρός) + ethane (βλ. αιθάνιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”